Ο Δολοφόνος των Βασιλέων

Διάστημα μόλις ενός μηνός έχει παρέλθει μετά την απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Henselt, κυβερνήτη της Temeria, από εκπαιδευμένο δολοφόνο ο οποίος έφερε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός Witcher. Την ύστατη στιγμή, και καθώς ο μυστηριώδης παρείσακτος είχε καταφέρει να σκοτώσει αθόρυβα ολόκληρο τον πυρήνα της βασιλικής φρουράς, ο Geralt of Rivia κατόρθωσε να τον εξοντώσει σε μια επική μονομαχία για τη ζωή και το θάνατο. Αναπόφευκτα, ο Βασιλιάς τον έθεσε ως δεξί χέρι του και μια από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβαν από κοινού είναι η πολιορκία του κάστρου των La Valettes, που βρισκόταν στο Βορρά της Temeria συνορεύοντας με το βασίλειο της Redania. Ο Aryan, γιος της βαρόνης, Luisa La Valette, έχει εξεγερθεί εναντίον του Foltest καθώς ο τελευταίος εικάζεται ότι διέφθειρε τη μητέρα του κάνοντας μαζί της τα δύο νεότερα μέλη -θεωρητικά- της οικογένειας La Valette, την Anaïs και τον Boussy.

Πλην όμως, η πρόσφατη απόπειρα εναντίον του Henselt φαίνεται ότι έθεσε σε κίνηση άγνωστους μηχανισμούς, οι οποίοι κρύβονταν καλά στις σκιές και προετοιμάζονταν υπό άκρα μυστικότητα μέχρι να εκδηλωθούν ως οργανωμένο σχέδιο. Άλλωστε, τι διαφορετικό μπορεί να σημαίνει η στυγνή δολοφονία -που απεικονίζεται με εντυπωσιακότατο τρόπο στο εισαγωγικό video του παιχνιδιού- ενός ακόμη εστεμμένου ανδρός… Κρίνοντας από το έμβλημα στο πέτο τόσο του ιδίου όσο και των στρατιωτών του, αυτός δεν είναι άλλος από τον βασιλιά Demavend III, κυβερνήτη του βασιλείου του Aedirn, το οποίο βρίσκεται ανατολικά της Temeria και νότια του βασιλείου Kaedwen. Σε κάτι που θυμίζει κρουαζιέρα αναψυχής, κατά πάσα πιθανότητα στον ποταμό Dyfne, ο οποίος αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ του υπολοίπου βασιλείου και της περιοχής που προσδιορίζεται ως Upper Aerdin ή Lormark, ο ηγεμόνας δέχεται επίθεση από έναν θηριώδη όσο και απίστευτα ταχύ άνδρα ο οποίος καταστρέφει ολοσχερώς το καράβι και δρέπει το έπαθλό του: το κεφάλι του Βασιλιά.

Πίσω, στο κάστρο των La Valettes η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, με τον Geralt να στέκεται πάντα στο πλευρό του Βασιλιά. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται περιγράφοντας τα γεγονότα που προηγήθηκαν, όντας πλέον φυλακισμένος στα μπουντρούμια του κάστρου, στη διαδικασία της ανάκρισης από τον Vernon Roche, διοικητή των Blue Stripes, Ειδικών Δυνάμεων του στρατού της Temeria. Αν δε θέλει να έχει ένα φρικτό όσο και άδοξο τέλος, μέσα σε τρεις γραμμές -κυριολεκτικά- καλείται να δώσει εξηγήσεις για όσα συνέβησαν: από τη στιγμή που ο Βασιλιάς τον κάλεσε στη μάχη, μέχρι την πολιορκία του κάστρου αλλά και τη φάση κατά την οποία χωρίστηκαν οι άνδρες πέριξ του Foltest, απομένοντας στο τέλος μόνο ο ίδιος ο Geralt μαζί του. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Βασιλιάς είναι νεκρός!

Η επική περιπέτεια του witcher Geralt, ίσως του πλέον γνωστού κυνηγού τεράτων των Βορείων Βασιλείων και όχι μόνο, μας συντροφεύει στα videogames επί δέκα συναπτά έτη πλέον. Από το 2007, όταν ξεκίνησε το franchise εμπνευσμένο από τις μικρές ιστορίες και τις νουβέλες του Πολωνού συγγραφέα Andrzej Sapkowski, μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει τρία παιχνίδια, το ένα καλύτερο από το άλλο, αποτελώντας ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός RPG με σύγχρονα χαρακτηριστικά και υλοποίηση σ’ ένα setting μεσαιωνικού τύπου. Τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο μέρος, η ιστορία έμελλε να συνεχίσει σχεδόν από το σημείο που σταμάτησε την προηγούμενη φορά. Ο διακριτικός τίτλος του παιχνιδιού είναι δηλωτικός του πλαισίου στο οποίο εκτυλίσσεται, μη αφήνοντας περιθώρια δεύτερων σκέψεων: Assassins of Kings.

Με την καθοριστική συμβολή του Geralt, ο Βασιλιάς Henselt είχε κατορθώσει να ανακτήσει τον έλεγχο στη Vizima, την πρωτεύουσα της Temeria, κατόπιν της προδοσίας του Jacques de Aldersberg, Grand Master του Τάγματος του Flaming Rose. Αυτή τη φορά, το Witcher 2 μεταφέρει εν πρώτοις το ενδιαφέρον βορειότερα στο ίδιο βασίλειο, και εν συνεχεία σε άλλα σημεία του χάρτη. Η επιστροφή του franchise το Μάιο 2011 καθιέρωσε τους Πολωνούς developers της CD Project RED στη συνείδηση και των τελευταίων δύσπιστων, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που αυτές οι δύο ήταν μέχρι τότε οι μόνες δημιουργίες της εταιρίας! Διατηρώντας όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του original παιχνιδιού, το sequel βελτίωσε δύο κυρίαρχους τομείς με πρώτο το χειρισμό, επιτρέποντας πλέον στο Witcher να είναι playable και με gamepad δεδομένης της κυκλοφορίας του και σε Xbox 360 ως Enhanced Edition, τον Απρίλιο 2012. Σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη -πλην όμως θεαματική- βελτίωση των γραφικών συγκριτικά με τον προκάτοχό του, το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.

Οι δημιουργοί του παιχνιδιού πέτυχαν να παρουσιάσουν έναν ολοκληρωμένο τίτλο σε μια απολύτως ομαλή συνέχεια της ιστορίας, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από την παρακαταθήκη που οι ίδιοι είχαν αφήσει, ανοίγοντας δε την πλοκή σε ένα πολύ ευρύτερο επίπεδο, το οποίο πλέον αφορά σαφώς περισσότερα βασίλεια και όχι απλώς αυτό της Temeria -και ιδιαίτερα την πρωτεύουσά του, Vizima- όπως συνέβη την πρώτη φορά. Το παιχνίδι ξεκινά όπως ακριβώς αναφέρθηκε νωρίτερα, με τον Geralt να καλείται να δώσει εξηγήσεις στα μπουντρούμια του -καταληφθέντος από το βασιλικό στρατό- κάστρο των La Valettes. Η αφετηρία της περιπέτειάς του αρχίζει μοιραία από την προσπάθεια να «καθαρίσει» το όνομά του, αλλά μόνο αυτό, θα ήταν πολύ «ρηχό»…

Ίσως το στοιχείο που με κέρδισε περισσότερο από κάθε άλλο είναι ότι το συγκεκριμένο sequel με βοήθησε καταλυτικά στην αποσαφήνιση αρκετών στοιχείων και γεγονότων τόσο όσον αφορά το σύνολο της πλοκής του franchise και του υποβάθρου που αυτή φέρει, όσο και γύρω από τη γεωγραφική κατανομή του σύμπαντος του Witcher. Υποχρεώθηκα εκ των πραγμάτων να μπω στη διαδικασία περαιτέρω μελέτης του χάρτη των Βορείων Βασιλείων, ανακαλύπτοντας πολλές ενδιαφέρουσες περιοχές για τις οποίες θα ήθελα να μάθω περισσότερα και να εξερευνήσω ως Geralt, αντιλαμβανόμενος δε πολύ καλύτερα εκείνες στις οποίες εκτυλίσσεται η δράση μέχρι αυτό το σημείο της ιστορίας. Είναι τελείως διαφορετικό όταν έχεις μια ξεκάθαρη εικόνα του κόσμου μπροστά σου, και ένας χάρτης -τόσο εντός όσο και, ακόμη περισσότερο, εκτός παιχνιδιού- συμβάλλει τα μέγιστα ως προς αυτό.

Για μία ακόμη φορά, προσφέρεται τεράστια ελευθερία κινήσεων και επιλογών στον πρωταγωνιστή και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον παίκτη, που ξεκινούν από ένα πλήθος προαιρετικών αποστολών τις οποίες μπορεί να αναλάβει με έπαθλο είτε χρήματα (orens) είτε διάφορα αντικείμενα. Ο ήρωας έχει τη δυνατότητα να εξερευνήσει πιθαμή προς πιθαμή την εκάστοτε περιοχή στην οποία βρίσκεται και να ανακαλύψει τα μυστικά που πάντα κρύβουν αυτές. Περαιτέρω, δύναται να αναζητήσει και να συλλέξει διάφορα φυτά που θα του φανούν εξαιρετικά χρήσιμα για την παρασκευή των πολύτιμων φίλτρων ή δηλητηρίων, τα οποία, με τη σειρά τους, του προσφέρουν ειδικές ικανότητες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή αυξάνουν τις επιδόσεις των σπαθιών του.

Το loot έχει γενικότερα την τιμητική του και καθώς όποιος ψάχνει… βρίσκει, η εξερεύνηση αυτή επιβραβεύεται με πολλούς τρόπους, οι σπουδαιότεροι εκ των οποίων είναι ίσως η ανακάλυψη ενός σπάνιου αντικειμένου, ενδεχομένως ενός ισχυρότερου σπαθιού και βεβαίως ενός θησαυρού. Περαιτέρω, η συγκέντρωση ακόμη και των πλέον απλών υλικών (ξύλο, δέρμα, πανί, λάδι κ.ά.) είναι απολύτως απαραίτητη για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων μεταξύ των οποίων, πανοπλίες, γάντια, πολύτιμοι λίθοι κ.ά.. Οι κατά τόπους craftsmen αναλαμβάνουν αυτό το έργο, πάντοτε με το αζημίωτο και υπό την προϋπόθεση ότι ο Geralt γνωρίζει τη… συνταγή κατέχοντας το σχετικό διάγραμμα.

Πάνω απ’ όλα, όμως, ο ασπρομάλλης τύπος είναι Witcher, κι αυτό σημαίνει ότι δουλειά του είναι να «καθαρίζει» περιοχές από τέρατα απαλλάσσοντας από τον κίνδυνο τους κατοίκους που βρίσκονται πέριξ και λαμβάνοντας την προβλεπόμενη χρηματική αμοιβή. Στο πλαίσιο αυτό, ο ήρωας μπορεί μετά από κάθε κερδισμένη μάχη να lootάρει μια σειρά από ζωτικά και μη όργανα του εκάστοτε monster, τα οποία σε συνδυασμό με τα φυτά μπορούν να συνθέσουν τα προαναφερθέντα φίλτρα και δηλητήρια, ενώ δύνανται να αποτελέσουν ακόμη και συστατικά στοιχεία νέου εξοπλισμού. Κοντολογίς, μπορείς να κάνεις οτιδήποτε αρκεί να έχεις διάθεση να ψάξεις και χρήματα στο πουγκί σου. Τα τελευταία, αν είσαι και μερακλής, έχεις τη δυνατότητα να τα δώσεις στις εκδιδόμενες γυναίκες κάθε περιοχής, απολαμβάνοντας τα θέλγητρά τους και χαρακτηριστικές soft porn σκηνές επί της οθόνης, οι οποίες έχουν αντικαταστήσει τις… περιστρεφόμενες κάρτες του πρώτου παιχνιδιού.

Σε διαφορετική περίπτωση, μπορείς και πάλι να… σκορπίσεις τα χρυσά νομίσματά σου παίζοντας ζάρια μέχρι να μη σου απομείνει λέπι, τουλάχιστον σε αναμετρήσεις μετά τα μέσα του παιχνιδιού. Όλα τα παραπάνω έχεις την ευκαιρία να τα πραγματοποιήσεις αν αποφασίσεις ότι είσαι ήδη αρκετά ισχυρός και μπορείς να αντεπεξέλθεις στις απαιτήσεις της περιπέτειας χωρίς να ψάχνεις για ένα καλύτερο armor ή την αγορά παγίδων και διαφόρου τύπου projectiles, ή αν απλώς είσαι επιπόλαιος. Πάντοτε υπάρχει βεβαίως και η επιλογή κλασικών αγώνων μποξ οι οποίοι επανέρχονται και αυτοί μετά το πρώτο Witcher, ενώ, αντίθετα, προστίθενται για πρώτη φορά αγώνες arm wrestling. Μια τεράστια λίστα δραστηριοτήτων, η οποία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια καθενός εάν και πόσο θα ασχοληθεί. Τέλος, ένα ακόμη νέο στοιχείο είναι η εισαγωγή QTE σε συγκεκριμένα σημεία του παιχνιδιού, με στόχο να αυξηθεί η πρόκληση αλλά και να υπάρξει ενεργός συμμετοχή του παίκτη σε σημαντικά στιγμιότυπα.

Οπτικά το παιχνίδι παρουσιάζει εντυπωσιακή εικόνα, η οποία είναι σαφώς ανώτερη εκείνης του προκατόχου του. Καθώς ποτέ δε θεώρησα τα γραφικά του πρώτου Witcher από τα πλέον δυνατά σημεία του, η διαφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Τόσο ο κόσμος όσο και οι χαρακτήρες αλλά και τα τέρατα απεικονίζονται με πολύ πιο ζωντανό και λεπτομερή τρόπο. Στον ήχο υπάρχει ένα πλήρως ανανεωμένο cast των voice actors, το οποίο αποδίδει καλύτερα και συνολικά πολύ ικανοποιητικά. Αναδεικνύεται ασφαλώς η χαρακτηριστική μπάσα φωνή του Doug Cockle για μία ακόμη φορά ως Geralt, ενώ προσωπικά ξεχώρισα και τον Mark Frost στο ρόλο του ξωτικού, Iorveth. Ακόμη, συμμετέχει ο Mark Lewis Jones, ίσως πιο γνωστός από το σύντομο πέρασμά του από τον πρώτο κύκλο της σειράς Game of Thrones στο ρόλο του Shagga, ηγέτη των Stone Crows, άγριας φυλής που κατοικεί στους πρόποδες των Βουνών του Φεγγαριού, στα δυτικά σύνορα της Κοιλάδας του Άρρυν.

Τα ηχητικά εφέ είναι σαφώς αναβαθμισμένα, ενώ την παράσταση κλέβει το υπέροχο και άκρως ατμοσφαιρικό soundtrack, το οποίο δίνει άλλη οντότητα στην περιπέτεια, σε συνθέσεις των Adam Skorupa, Krzysztof Wierzynkiewicz και Marcin Przybylowicz, με τον πρώτο να επιστρέφει και πάλι μετά το original παιχνίδι της σειράς. Επιπλέον, πέραν των καθοριστικών βελτιώσεων στο χειρισμό, οι οποίες προσάρμοσαν τη σειρά στα σύγχρονα δεδομένα, απλοποιήθηκε η διαχείριση του inventory του πρωταγωνιστή συμπεριλαμβανομένης της παρασκευής φίλτρων και της αναβάθμισης των skills του, που κατανέμονται σε τέσσερα trees (Training, Magic, Alchemy, Swordsmanship). Τέλος, οι πιο παρατηρητικοί είναι πιθανό να εντοπίσουν ορισμένες μικρές, αλλά ιδιαίτερα χιουμοριστικές, έμμεσες αναφορές στον… Άρχοντα των Δαχτυλιδιών με στόχο να αναφερθεί κάτι με ρητορική… Tolkien!

Πλην όμως, ένα στοιχείο το οποίο με αιφνιδίασε σε πολύ μεγάλο βαθμό, διότι είχα φροντίσει σκοπίμως να παραμείνω στο… σκοτάδι μέχρι να παίξω τελικά το παιχνίδι, ήταν η διάρκειά του, η οποία ήταν σαφώς μικρότερη του πρώτου Witcher. Ο τίτλος του 2007 αποτελούταν από πέντε κεφάλαια συν τον πρόλογο και τον επίλογο, ενώ αυτή τη φορά ο αριθμός των κεφαλαίων μειώθηκε σε τρία. Συνεπώς, ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη που δοκίμασα όταν είδα κάτω αριστερά να εμφανίζεται η ένδειξη «Epilogue», ενώ περίμενα να περάσω στο επόμενο σκέλος της ιστορίας, έχοντας βεβαίως και την εμπειρία του original. Αναπόφευκτα, ο συνολικός αριθμός των quests (main και side) ήταν πολύ μικρότερος, ενώ το ίδιο προκύπτει στο τέλος αν επιχειρήσει κάποιος να συγκρίνει τον αριθμό των αποστολών των τριών κεφαλαίων με τον αντίστοιχο τριών κεφαλαίων του πρώτου μέρους.

Τα ανωτέρω κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι το Witcher 2 είναι μικρό στο σύνολό του. Προσωπικά, ολοκληρώνοντας σχεδόν όλες τις προαιρετικές αποστολές που εντόπισα (πλην μίας, καθώς δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω το σημείο ενδιαφέροντος παρά την ενδελεχή αναζήτηση), περιηγήθηκα στον κόσμο του παιχνιδιού για περίπου 54 ώρες μέχρι να φτάσω στο τέλος, παίζοντας σε Dark difficulty level. Από την άλλη, πάλι, αυτό δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης καθώς αφενός καταστράφηκα για ώρες παίζοντας ζάρια (μεγαλύτερη κόντρα με NPC στις 109 παρτίδες και ήττα μου με 49-60), αφετέρου ξόδεψα ώρες διαβάζοντας το Journal καθώς και τα βιβλία που περιήλθαν στην κατοχή μου. Όποιος αποφασίσει να επικεντρωθεί στην κεντρική ιστορία, τότε δύσκολα θα χρειαστεί περισσότερες από 25 ώρες, ιδίως σε χαμηλότερο επίπεδο δυσκολίας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ακόμη και το διάστημα που αφιέρωσα δε μου ήταν αρκετό, διότι όσο έπαιζα, τόσο ήθελα να συνεχίσω, συνεπώς το finale με βρήκε επάνω στο «πικ» της διάθεσής μου απέναντι σ’ ένα εξαιρετικό παιχνίδι.

Θεωρώ, ωστόσο, ότι το βασικό σημείο αναφοράς του συγκεκριμένου sequel είναι πως οι developers δημιούργησαν δύο εντελώς διαφορετικά μονοπάτια στην ιστορία, εν αντιθέσει με τη δυνατότητα απλώς διαφορετικών επιλογών, έστω και εκ διαμέτρου αντίθετων, όπως συνέβη την πρώτη φορά. Βάσει μιας απόφασης που καλείται να λάβει ο Geralt, η CD Project RED υπόσχεται εξ ολοκλήρου διαφορετική εμπειρία φτάνοντας στο μέσο της ιστορίας, σε σχέση με ενδεχόμενη διαφορετική επιλογή του παίκτη προηγουμένως. Κάποιος ο οποίος θα θελήσει να δει όλες τις προσφερόμενες διακλαδώσεις της ιστορίας είναι δεδομένο ότι θα χρειαστεί να αφιερώσει σαφώς περισσότερες ώρες. Εν τούτοις, είμαι πάντοτε της άποψης ότι κάτι τέτοιο μετριάζει σημαντικά την εμπειρία και ακυρώνει επί της ουσίας τις αποφάσεις που οδήγησαν στο πρώτο μονοπάτι.

Ως αντιστάθμισμα της μικρότερης διάρκειας και πέραν της δυνατότητας επανάληψης -μόνο κατ’ όνομα- του δευτέρου κεφαλαίου φορτώνοντας ένα προηγούμενο save, αυτή τη φορά το παιχνίδι παρουσιάζει μια ιστορία επικών διαστάσεων, σκοτεινή ακόμη και υπό το λαμπερό φως του ηλίου, γεμάτη ίντριγκα και συνωμοσίες, συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες. Μια υπόθεση συμπαγή, με συνοχή και πολύ δυναμική, η οποία δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχυριστεί κάποιος για το προτελευταίο κεφάλαιο του πρώτου παιχνιδιού. Το Witcher 2: Assassins of Kings προσέφερε μια συνέχεια αντάξια των απαιτήσεων που δημιούργησε και των υποσχέσεων που έδωσε στο τέλος του πρώτου μέρους. Ήταν το παιχνίδι που καθιέρωσε τη σειρά στη συνείδηση όλων, περιμένοντας το αποκορύφωμα της περιπέτειας με την κυκλοφορία του Witcher 3: Wild Hunt το 2015…